- καλοτύχισμα
- το [καλοτυχίζω]1. μακαρισμός, το να θεωρεί και να αποκαλεί κάποιος έναν άλλο ευτυχισμένο2. έκφραση ευχής σε κάποιον για καλή τύχη3. στον πληθ. τα καλοτυχίσματατα συγχαρητήρια και οι ευχές που απευθύνονται σε κάποιον για ένα ευτυχές γεγονός.
Dictionary of Greek. 2013.